Η πιο... Μεγάλη Παρασκευή της ζωής μας.







    Ο φετινός επιτάφιος ήταν με διαφορά ο καλύτερος. Γυναίκες κι άντρες στο χωριό, έφεραν όλοι τους από ένα λουλούδι για να τον διακοσμήσουν. Από το πρωί της μεγάλης Παρασκευής είχαν ξεκινήσει να δουλεύουν πυρετωδώς: σ' ένα μεγάλο ψάθινο πανέρι, συγκέντρωσαν ένα μεγάλο πλήθος από λουλούδια. Κόκκινα, λευκά, πορτοκαλί και κίτρινα τριαντάφυλλα, κατιφέδες, τουλίπες και ζουμπούλια, ήταν μερικά από τα λουλούδια που συγκέντρωσαν για το φετινό γεγονός.
“Γιατί κάθε χρόνο πρέπει να το κάνουμε εμείς;; Λες και δεν έχουμε δουλειές να κάνουμε σπίτι μας!”, είπε η κυρά-Λένα, παίρνοντας ένα λευκό τριαντάφυλλο και τοποθετώντας το στον επιτάφιο με σχετική προσοχή.
“Και ποιος περιμένεις να το κάνει για το χωριό μας, αν δεν το κάνουμε εμείς;;”, της απάντησε ο μπαρμπα-Παντελής, μυρίζοντας ένα κλαρί βασιλικού που κρατούσε στα χέρια του.
“Το ανθοπωλείο τι κάνει;; Το ξέρεις ότι με περιμένουν ένα σωρό δουλειές στο σπίτι;; Έρχονται τα παιδιά απ' την Αθήνα αύριο και θα θέλουν φαΐ. Για μια εβδομάδα νηστεύουν από κρέας μόνο, και θέλουν να τους έχεις δεκαπέντε άλλα φαγητά για να το ξεχάσουν! Τι να κάνω;;”, του απάντησε η κυρά-Λένα.
“Τα παιδιά και τα σκυλιά Λένα... όπως τα μάθεις!”, της απάντησε ο μπαρμπα-Παντελής.
“Ε, καλά τώρα, μας είπες κάτι τώρα κι εσύ!”, του απάντησε, και συνέχισε τη δουλειά της. Άσπρα, κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα, που διακόπτονταν από τουλίπες και ζουμπούλια, έπαιρναν τη θέση τους στην κατασκευή του επιταφίου.
    Όλοι οι χωρικοί, ενώ όλο το χρόνο περίμεναν πώς και πώς να έρθει η στιγμή να στολίσουν τον επιτάφιο, όταν ερχόταν η ώρα εκείνη, δυσανασχετούσαν. Άλλος περίμενε τα παιδιά του να έρθουν και δεν προλάβαινε τις δουλειές, άλλος τελευταία στιγμή δεν είχε όρεξη, άλλος ήταν άρρωστος... κι εδώ που τα λέμε, δεν είχαν κι άδικο. Γιατί, τι είναι πιο σημαντικό;; Να στολίσεις τον επιτάφιο, ή να κάνεις προετοιμασίες στο σπίτι για να υποδεχθείς το παιδί σου, ή τέλος πάντων έναν άνθρωπο που αγαπάς;; Όλοι τους είχαν στείλει από πολύ μικρά τα παιδιά τους στην πρωτεύουσα να αναζητήσουν την τύχη τους. Το χωριό δεν ήταν πια σε θέση να ζήσει τους ανθρώπους, μόνο ερήμωνε. Και κάτι τέτοιες μέρες περίμεναν όλοι τους, λοιπόν, για να δουν ο ένας τον άλλον, να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον, και να χύσουν τα πιο πολύτιμα δάκρυά τους, ο ένας στο λαιμό του άλλου.
    Ο μπαρμπα-Παντελής ήταν ένας κύριος γύρω στα εβδομήντα, που εδώ και χρόνια είχε αναλάβει να οργανώνει τους κατοίκους του χωριού, σε περιπτώσεις που έπρεπε να κάνουν κάτι όλοι μαζί, όπως για παράδειγμα στο στόλισμα του επιταφίου, ή στον καθαρισμό του προαυλίου του δημοτικού, και άλλα τέτοια. Δεν είχε πολλά στη ζωή του, κι ό,τι πιο πολύτιμο είχε, το έχασε πριν πολλά χρόνια σ' ένα τροχαίο δυστύχημα λίγο παραέξω απ' την Κόρινθο. Ο λόγος για τη μοναχοκόρη του, τη Ρίτα. Από τότε, του έμεινε μόνο το μικρό πλίνθινο σπιτάκι σ' αυτό το χωριό, τα μελίσσια του, που μ' αυτά κατάφερε να ζει μέχρι τώρα την οικογένειά του, η σύζυγός του η Ζωή, που από τότε που έχασε το παιδί της παλεύει με την άνοια -σπάνια αναγνωρίζει το σύζυγό της πια-, κι ένας αβάσταχτος πόνος στην καρδιά κάθε φορά που θυμάται το παιδί του. Έτσι, αυτή η ενασχόλησή του με τις δραστηριότητες του χωριού, είναι ένας τρόπος να ξεφεύγει από την καθημερινότητα που η ζωή διαμόρφωσε γι' αυτόν.
“Πώς πάτε εσείς εδώ;;”, ακούστηκε μια φωνή απ' την πόρτα της εκκλησίας, κατά το απόγευμα. Ήταν ο Πάνος, στο παρατσούκλι, ο Ορλώφ.
“Τελειώνουμε σε λίγο Πάνο. Πώς σου φαίνεται;;”, του είπε ο κυρ-Παντελής χαμογελώντας.
    Ο Πάνος γούρλωσε τα μάτια του και έστριψε το πυκνό μαύρο μουστάκι του.
“Μα τω Θεώ είναι ό,τι πιο ωραίο έχω δει! Μπράβο σε όλους σας! Εγώ ο γάιδαρος, τι μπορώ να κάνω τέτοια ώρα που ήρθα και δε βοήθησα καθόλου;;”.
“Πάλι καλά που το κατάλαβες!”, φώναξε η κυρά-Βιολέτα, που είχε χωθεί κάτω απ' τον επιτάφιο και δεν την είχε παρατηρήσει κανείς.
Ο μπαρμπα-Παντελής γέλασε και μίλησε στον Ορλώφ.
“Στα ζα ήσουνα πάλι;;”, του είπε πιάνοντάς τον απ' τον ώμο.
“Όχι, μπάρμπα μου. Έχω εκείνο το αμπελάκι στη ραχούλα πάνω στον Άγιο-Λια και είχα πάει να το κλαδέψω. Όλο χώμα τα παλιόρουχα, δεν τα βλέπεις;; Δυο χρόνια το 'χα παρατήσει και δεν έβγαζε τίποτα. Αλλά εφέτος θα 'χει καλό κρασί, ο κόσμος να χαλάσει”, είπε βάζοντας το χέρι του στην καρδιά. Έτσι ξεχωρίζεις στο χωριό τον άνθρωπο τον τίμιο, ένα είδος που στις μέρες μας μάλλον εκλείπει.
“Μόλις βγάλεις, εδώ είμαι. Θέλω ένα πεντόκιλο για το σπίτι”, του είπε ο Παντελής.
“Έγινε μπάρμπα μου! Να μου κρατήσεις κι εμένα λίγο μέλι όταν βγάλεις. Το τρώω το αναθεματισμένο, πώς λες;;”, του είπε κοκκινίζοντας και γελώντας συνάμα.
    Η κυρα-Λένα που βιαζόταν, αρχίζει να φωνάζει.
“Εσείς εκεί καλά πιάσατε την κουβέντα! Δε βλέπετε που τελειώσαμε;;”.
“Και δε χαίρεσαι που θα φύγεις;; Τόση ώρα μας λιβάνιζες, σε πείραξε που ξαποστάσαμε λίγο”, της είπε ο μπαρμπα-Παντελής.
“Για σταθείτε λίγο χωριανοί! Αυτό έγινε πολύ πιο ωραίο απ' ό,τι περιμέναμε! Να το φωτογραφίσουμε γρήγορα και να φωτογραφηθούμε κι εμείς μαζί, να το θυμόμαστε!”, είπε η Παναγούλα, μια νεαρή κοπέλα που είχε μόλις παντρευτεί σ' αυτό το χωριό. Καταγόταν από το διπλανό χωριό, τη Ράχη.
“Θα το θυμόμασταν όπως κι αν έρχονταν τα πράγματα Παναγούλα μου. Άλλωστε, και να θέλαμε, τέτοια γκρίνια απ' την κυρα-Λένα, δε θα μας άφηνε να το ξεχάσουμε”, είπε ο Παντελής γελώντας.
Η Παναγούλα τους φωτογράφισε όλους μαζί με τον επιτάφιο. Σπάνια ήταν όλοι μαζί, χωρίς να τους χωρίζουν κομματικές ή άλλες διαφορές, κι αυτό ήταν κάτι που τους ενθουσίαζε. Ακόμα και οι τσακωμοί του Παντελή και της Λένας, ήταν κάτι που τους αναζωογονούσε, τους έδινε ζωή μέσα σε μια καθημερινότητα που έκανε τα πάντα για να τους ρίξει κάτω.
    Μόλις τελείωσαν και τη φωτογράφιση, ο Ορλώφ κλείδωσε την εκκλησία.
“Τα λέμε το βράδυ χωριανοί! Φορέστε τα καλά σας κι ελάτε όλοι μαζί να γιορτάσουμε!”, φώναξε με τη δυνατή του φωνή.
“Μα είναι πένθιμη μέρα η σημερινή ρε Πάνο, το ξέχασες;;”, του είπε η κυρα-Βιολέτα.
“Ωχ, ναι... εντάξει, ελάτε εσείς κι ας μη γιορτάσουμε! Εκεί θα τα χαλάσουμε;;”, τους απάντησε ο Πάνος.
Όλοι τους γέλασαν, κι αποχωρίστηκαν δίνοντας ραντεβού το βράδυ στην εκκλησία, για να θαυμάσουν το έργο τους και να βιώσουν το Θείο Πένθος.
    Ο μπαρμπα-Παντελής πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Στο δρόμο, μονολογούσε αθόρυβα.
“Είναι μέρα πένθιμη σήμερα, είπε η Βιολέτα... υπάρχει κάποια μέρα για μένα απ' όταν έχασα τη Ρίτα μου, που να μην είναι πένθιμη;; Ε;; Γέλασα ποτέ ξανά με την καρδιά μου;; Η ψυχή μου το ξέρει. Και η γυναίκα μου... πότε με θυμάται, πότε με ξεχνάει, κατά τον αέρα που θα φυσήξει. Το μόνο που μου απέμεινε να με θυμάται είναι αυτό το χωριό. Οι μικρές καθημερινές χαρές που παίρνω απ' αυτόν τον τόπο, δε μ' αφήνουν να πέσω κάτω... αξίζει να ζω γι' αυτόν τον τόπο, γιατί όταν πεθάνω, εδώ θα θαφτεί το σώμα μου, αλλά και η ψυχή μου”, έλεγε από μέσα του ο Παντελής.
    Μετά από λίγα λεπτά περπατήματος και περισυλλογής, ο Παντελής βρέθηκε σπίτι του. Με το χέρι του έσπρωξε τη σιδερένια αυλόπορτα και μπήκε μέσα στην αυλίτσα. Δεν υπήρχε χορτάρι. Μόνο λουλούδια. Μόνο αρώματα της φύσης και της καρδιάς του. Με το κλειδί του, άνοιξε και την πόρτα του σπιτιού.
    Μπαίνοντας μέσα, είδε πως η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Μπροστά της, καθισμένη σε μια ξύλινη καρέκλα, ήταν η σύζυγός του, η κυρία Ζωή. Ασπρομάλλα πια, αδύνατη, φορούσε μια μαύρη φούστα και μπλούζα. Κοίταζε τηλεόραση, αλλά δεν καταλάβαινε τι έβλεπε.
Ο Παντελής, μπαίνοντας μέσα, αντίκρισε τη σύζυγό του κι έσκυψε το κεφάλι. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, της μίλησε.
“Γεια σου κυρά. Ποιος είμαι εγώ;;”, τη ρώτησε.
“Δεν ξέρω ποιος είσαι, μα μη μ' ενοχλείς τώρα, βλέπω”, του απάντησε και ξαναγύρισε προς την τηλεόραση, δείχνοντάς την του.
    Ο Παντελής δάκρυσε γι' άλλη μια φορά.
“Δε με θυμάσαι πάλι κυρά;;”, της είπε.
    Η κυρά-Ζωή δε μίλησε αυτή τη φορά.
    Ο Παντελής ράγισε.
“Δε με θυμάσαι κυρά;; Δε θυμάσαι όταν ήσουν κοπέλα και σε κοίταγα απ' το παράθυρο που έραβες στον αργαλειό;; Και 'κεινα τα χρόνια δεν παίρναμε τη γυναίκα από αγάπη, μα με προξενιό. Και στέλνω το μπάρμπα μου το Βασίλη το Μέρμηγκα να 'ρθει να βρει τον πατέρα σου, να δώσουν τα χέρια. Δε θυμάσαι;; Που δε με ήθελε κυρά γιατί ήμουνα φτωχός. Και σ' έκλεψα κυρά, δε θυμάσαι;; Και παντρευτήκαμε κρυφά στους Ταξιάρχες, πίσω απ' το βουνό, πριν τη λειτουργία της Κυριακής για να μη μας δουν. Και δε μας μιλούσε κανείς κυρά, θυμάσαι;;”, της είπε και έβαλε λίγο τσίπουρο στο ποτήρι του.
    Σιωπή.
“Και μόλις κάναμε τη Ρίτα μας, τότε μας μίλησαν. Και πώς να το βάλουμε το κορίτσι;; Θα το βάλουμε Μαργαρίτα, είπαμε, για να μην τσακωθούν οι γονείς μας για τα ονόματα. Και το κορίτσι μεγάλωνε, έγινε κοπέλα της παντρειάς. Μα ανάθεμα τα τροχαία, κυρά μου, τη χάσαμε γρήγορα. Και τότε άρχισες να ξεχνάς πολύ. Να μη θυμάσαι τίποτα... πού και πού ξαναβρίσκεις τα λογικά σου, αλλά σπάνια... μ' άφησες μόνο μου κυρά-Ζωή. Μα φτάνει, το 'χω πάρει το μάθημά μου, αν είσαι βαλτή. Δεν μπορώ άλλο. Γίνε όπως πριν, κι ας είναι για λίγο.
    Σιωπή ξανά. Η κυρά-Ζωή απορροφημένη στην τηλεόραση.
“Στου κουφού την πόρτα...”, είπε ο Παντελής.
    Στον τοίχο, δίπλα απ' τη φωτογραφία της κόρης τους, υπήρχε κρεμασμένη μια κρητικιά λύρα με το δοξάρι της. Ήταν του πατέρα του Παντελή που βάσταγε απ' την Κρήτη.     Χειροποίητη, σκαλιστή, κουβάλαγε πολλά χρόνια στην πλάτη της.
Ο Παντελής την ξεκρέμασε κι άρχισε να παίζει.
“Είν' ο καημός μια φυλακή
που χρόνια είμαι κλεισμένος
κι έχει σκοτάδι η ψυχή
σαν να 'μαι κολασμένος.

Μια χαραμάδα αποζητώ
τον ήλιο μην ξεχάσω
να δω πώς είναι μια στιγμή
κι ύστερα να τον χάσω”.

    Ξαφνικά, τις μαντινάδες και τον ήχο της λύρας διακόπτει η φωνή της κυρα-Ζωής.
“Παντελή, γιατί τόση λύπη πια;; Δε μας φτάνει όση ζήσαμε;;”, του είπε δακρύζοντας.
Ο Παντελής γύρισε να τη δει σαστισμένος.
“Ζωή, με θυμήθηκες;;”, της είπε δακρύζοντας.
“Τι εννοείς;; Δεν καταλαβαίνω. Μόνο πάψε να παίζεις αυτά τα λυπητερά. Δε θα ξαναλυπηθούμε ποτέ. Είμαι εγώ εδώ, μη στεναχωριέσαι”, του είπε.
“Τώρα είσαι, μετά από μια ώρα θα βλέπεις τηλεόραση. Δεν ξέρεις τι τραβάω κάθε μέρα”, της είπε κοιτάζοντας χαμηλά.
Η κυρα-Ζωή τον κοίταξε απορημένη.
“Τι λες;; Τα 'χασες;;”, του είπε η κυρα-Ζωή, η οποία δεν καταλάβαινε ότι είχε άνοια.
“Άλλος τα 'χει χάσει βρε Ζωή...”, της είπε.
    Ξαφνικά, το πρόσωπό του έλαμψε.
“Μα στάσου! Μιας και τα βρήκε τώρα, έστω και για λίγο, ας ζήσουμε για λίγο τη ζωή! Μιας και δεν ξέρουμε πού τελειώνει, ας ζήσουμε τώρα.
“Τι λες βρε Παντελή;; Τι είναι αυτά που λες;; Γέρασες καημένε!”, του είπε η κυρα-Ζωή γελώντας.
“Βλακείες λέω! Θες να πάμε μια βόλτα;;”, τη ρώτησε ενώ το πρόσωπό του έλαμπε.
“Πού να πάμε, έξω μπαίνει ο ήλιος... δε θα πάμε εκκλησία;; Είναι και Μεγάλη Παρασκευή”, του είπε.
“Δεν υπάρχει πιο Μεγάλη Παρασκευή απ' αυτήν εδώ, Ζωή. Άσε με να ξέρω κάτι παραπάνω. Πάμε μια βόλτα έξω, να την ευχαριστηθούμε. Σαν να πρόκειται να με ξεχάσεις για πάντα μετά από μία ώρα.
“Αχ βρε άνθρωπε, το 'χασες. Αλλά πάμε, ας γίνει αυτό που θες...”, του είπε, φόρεσε τη ζακέτα της, και βγήκαν έξω.
    Ο ήλιος έμπαινε. Ο αέρας μύριζε νυχτολούλουδο και λιβάνι. Οι δυό τους περπάτησαν πολύ. Σαν να αναπλήρωσαν όλους εκείνους τους περιπάτους που έχασαν όσο η κυρία Ζωή ήταν καθηλωμένη στην καρέκλα της, και αφημένη στο πρόστυχο αυτό παιχνίδι που της έπαιξε η ζωή, την άνοια. Ο κυρ-Παντελής ήταν πιο χαρούμενος από ποτέ.
“Κυρά, τι θα μου έλεγες αν σου έλεγα ότι σε λίγο θα γίνουμε δυο ξένοι;; Θα το πίστευες”, της είπε χαμογελώντας.
“Θα σου 'λεγα ότι το 'χασες, καημένε μου. Μα καλά, τι φοβάσαι;; Μη σε παρατήσω για κανέναν άλλον;; Έννοια σου, τώρα στα γεράματα δε με θέλει κανείς”, του είπε γελώντας η κυρα-Ζωή.
“Χαχαχα!! Α ρε Ζωή! Θες να γυρίσουμε σιγά-σιγά;; Έβαλε κρύο”, της είπε.
    Οι δυο τους πήραν το δρόμο της επιστροφής. Σαν να επέστρεφαν από το ωραιότερο ταξίδι του κόσμου, που μπορεί να ήταν μέχρι την άκρη του χωριού τους, αλλά συγκέντρωνε μέσα του τη συγκίνηση μιας ολόκληρης ζωής. Κι ας μην το είχαν καταλάβει και οι δυό τους.
    Φτάνοντας στο σπίτι, η κυρά-Ζωή μαγείρεψε να φάνε.
“Εβίβα κυρά, έλα να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας!”, της είπε πιάνοντάς της το χέρι.
“Έλα Παντέλο, στην υγεία σου!”, του είπε γελώντας.
“Σ' ευχαριστώ που ήσουνα εδώ, κυρά. Σου 'χω ξαναπεί ποτέ ευχαριστώ;; Δε θυμάμαι”, της είπε δακρύζοντας.
    Η κυρά-Ζωή δάκρυσε, και το γύρισε κατευθείαν στο αστείο.
“Πώς δε μου 'χεις ξαναπεί βρε! Μου 'χες πει τότε που είχες φάει το ξύλο απ' τον πατέρα μου που με έκλεψες, και σου έβαζα πάγο στο κεφάλι!”.
Τότε γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους. Μέχρι που τους πήρε ο ύπνος και τους δύο, μ' ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους.

    Την επόμενη μέρα, ξημέρωσε μεγάλο Σάββατο. Ο μπαρμπα-Παντελής ξύπνησε πρώτος και πήγε να ταΐσει σιρόπι τις μέλισσες. Δεν έχει σημασία τώρα πια αν η κυρά-Ζωή ξυπνούσε και δεν τον θυμόταν πια. Τώρα, η ζωή του ήταν γεμάτη από 'κείνες τις λίγες ώρες που τον θυμήθηκε. Κι ας μην τον ξαναθυμηθεί πια. Για 'κεινες τις λίγες ώρες ζούσε. Και τώρα πια, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. 

Δανείστηκα την εικόνα από: https://thesstips.wordpress.com/2017/03/08/estiatoria-thessaloniki-galliki-kouzina/

Το διήγημα προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα που ανήκουν σε εμένα προσωπικά. Η αναπαραγωγή του διηγήματος επιτρέπεται να γίνεται κατόπιν συνεννόησης μαζί μου, με συνοδεία από αναφορά στο όνομα του blog, ή το δικό μου.

Σχόλια

  1. Πολύ συγκινητικό και ανθρώπινο. Εγώ δεν τα πάω καλά με τις λέξεις αλλά όλη η Μεγάλη Εβδομάδα μοιάζει να είναι ο κυρ Παντελής. Να είσαι καλά Μαρία μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ εύστοχη παρατήρηση! Για να είμαι ειλικρινής, δεν το είχα σκεφτεί, αλλά έχετε δίκιο! Ο κυρ Παντελής τυχαία μας βγήκε η προσωποποίηση της Μεγάλης Εβδομάδας. Σας ευχαριστώ για την αγάπη και τη στήριξή σας, καλό Πάσχα να έχετε!!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιστολή στο τρελό διαμάντι 4

Διακοπές νερού η ΔΕΥΑΝ; Διακοπές καλοκαιρινές εμείς αδέρφια! - Μαρία Δήμα

Γονείς, διαλέξτε την ευτυχία και όχι την ομοφυλοφιλία ή τον αλκοολισμό.