Το αργοπορημένο ξεπλήρωμα της ζωής του καπετάν-Μαΐστρου.



    Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 6:30 γι' άλλη μια μέρα. Αυτός ο εκνευριστικός ήχος που σε κάρφωνε βαθιά μέσα στο κεφάλι, ακόμα μια μέρα έκανε την εμφάνισή του για να θυμίσει σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι -τι πρωτότυπο!- για μια ακόμα μέρα ξύπνησε... ζωντανός! Οπότε, δεν υπάρχει τίποτα πιο ανεκτίμητο από το να ξυπνάς ακούγοντας αυτόν τον ήχο, ειδικά αν σκεφτείς ότι θα μπορούσες να μην είχες ξυπνήσει ποτέ. Χρυσώνεις κάπως το χάπι.
    Ένα χέρι τρομοκρατημένο έκανε τυχαίες κινήσεις στον αέρα, μιας και δεν είχε ξυπνήσει για τα καλά ο εγκέφαλος που το κινούσε. Μάλλον προσπαθούσε να βρει το ξυπνητήρι για να το κάνει να σταματήσει, αλλά το μόνο που κατάφερε είναι να προσγειωθεί με δύναμη στη γωνία του κρεβατιού.
    “Ωχ, γαμώτο, πρωί-πρωί!”, ακούστηκε η φωνή ενός αγουροξυπνημένου ανδρός, του Παύλου, που μάλλον αποζητούσε ακόμα πέντε λεπτά πολύτιμου ύπνου.
    “Παρασκευή σήμερα, πρέπει να πας στο σχολείο το μικρό”, του απάντησε μια γυναικεία φωνή, η οποία κουκουλώθηκε κάτω απ' τα σκεπάσματα, και συνέχισε τον ύπνο της ακάθεκτη.
    Ο Παύλος ξεσκεπάστηκε αμέσως και πήγε στο μπάνιο να ετοιμαστεί. Στο δρόμο προς το μπάνιο μονάχα μουρμούριζε.
    “Για τις γυναίκες είναι η ζωή σήμερα. Ό,τι θέλουν γίνεται, μας στέλνουν πρώτους, και συνεχίζουν. Ας είναι καλά εκείνες, όμως, δεν πειράζει”, είπε, άνοιξε ο φως του μπάνιου και μπήκε μέσα.
    Ο Παύλος Λέκκας είναι ένας πενηνταενάχρονος άντρας από το Άργος. Ψηλός, μελαχρινός με γκρίζα γένια και κροτάφους, ο οποίος δουλεύει ως εργάτης σε μία βιομηχανία χυμού στην Αγία Τριάδα. Φέτος τον Αυγουστο θα έκλεινε εικοσιπέντε συναπτά έτη σ' αυτή τη δουλειά, αλλά καμία μέρα μέσα σ' αυτά τα χρόνια δε βρέθηκε, ώστε να τον κάνει να μετανιώσει για τις επιλογές του. Το εργοστάσιο αν δούλευες σωστά και παραγωγικά σου άφηνε ένα καλό μισθό. Βέβαια, ως αντίτιμο, είχε πολλή πίεση και κούραση. Χέρια ροζιασμένα, μαυρισμένα και δουλεμένα. Αλλά ένα πτυχίο Λυκείου δε σε κάνει πρόεδρο, δυστυχώς, εκτός κι αν είσαι λαμόγιο. Ο Παύλος, όμως, δεν ήταν, γι' αυτό και από μικρός επέλεξε το δρόμο του, και δεν το μετάνιωσε.
    Όταν πρωτοτοποθετήθηκε στο εργοστάσιο, απ' την πρώτη κιόλας στιγμή οι μεγαλύτεροι τον είχαν προειδοποιήσει ότι θα ήταν σκληρή η δουλειά, κι ότι θα ήταν καλύτερο να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Τα ωράρια ήταν αυστηρά, η επιτήρηση εξονυχιστική και το παραμικρό λάθος μπορεί να γίνει αφορμή για απόλυση.
    “Παλληκάρι μου, μπράβο που 'χες το θάρρος να 'ρθεις να δουλέψεις εδώ πέρα, αλλά δεν είναι αστείο. Έχει βάσανα αυτή η δουλειά. Γιατί δεν κάνεις τα χαρτιά σου να διοριστείς πουθενά, σε κανέναν ΟΤΕ ή ΔΕΗ. Και με λίγο “μέσο” θα μπεις πιο εύκολα. Σταθερός μισθός και μηδέν έλεγχος. Ξανασκέψου το”, του έλεγε ο συνάδελφός του στο συσκευαστήριο, ο μπαρμπα-Βασίλης, που σε λίγα χρόνια θα έβγαινε στη σύνταξη. Τώρα πια δε βρίσκεται εν ζωή.
    Όμως, ο Παύλος χαμογελούσε και συνέχιζε να δουλεύει με ευλάβεια πάνω απ' τα μισοσαπισμένα και φθαρμένα πορτοκάλια. Και ποτέ του δεν είπε “γιατί”.
    Ύστερα από αρκετά χρόνια μετά την πρόσληψή του στο εργοστάσιο, όταν ήταν περίπου τριάντα πέντε χρονών, γνώρισε και τη γυναίκα του, την Ηρώ. Η Ηρώ ήταν μια μετρίου αναστήματος γυναίκα, με καστανοκίτρινα μαλλιά και έντονα μπλε μάτια. Εκείνη ήταν δικηγόρος που είχε διοριστεί στο δημόσιο, και δούλευε στο Δικαστήριο Μέγαρο του Ναυπλίου. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά: την Ιφιγένεια, που σπούδαζε στο τελευταίο έτος των Πολιτικών Επιστημών στην Αθήνα, και τον Λεωνίδα, που φέτος πήγαινε δευτέρα Λυκείου.
    Βγαίνοντας απ' το μπάνιο, ο Παύλος έκλεισε το φως και πήγε να πιει τον καφέ του στο σαλόνι, όπως κάθε πρωί. Εκεί, συνήθιζε να βλέπει απ' το παράθυρο το δρόμο, τα αυτοκίνητα που περνούσαν, το καθένα μ' ένα διαφορετικό προορισμό. Άλλα για το καλό, κι άλλα για το κακό, μα χωρίς να ξέρουν από πριν το πού. Έπινε σιγά-σιγά τον καφέ του, και πότε-πότε γυρνούσε και συνομιλούσε με μια φωτογραφία.
    “Α ρε πατέρα! Που είσαι να δεις πώς έγιναν οι αγώνες σου! Πώς εξαγοράστηκαν όλα. Ό,τι μου 'λεγες, ό,τι πρόλαβες να μου πεις, πώς ξεπουλήθηκε απ' αυτούς που πάτησαν στα πτώματά σας και έκαναν παλάτια. Α ρε πατέρα... ελπίζω να 'σαι με τη μάνα και να περνάτε καλά”, έλεγε, και με θλιμμένο βλέμμα έπινε τον καφέ του σιγά-σιγά.
    Η φωτογραφία απεικόνιζε τον πατέρα του Παύλου. Τ' όνομά του ήταν Λεωνίδας Λέκκας του Παύλου, ή Καπετάν-Μαΐστρος. Το παρατσούκλι του ήταν ένα συνθηματικό που του είχε απομείνει από την εποχή που ήταν αντάρτης, απ' το 1940 μέχρι το 1949. Μετά φυλακίσεις, εξορίες σε Ικαρία και Μακρόνησο, βασανιστήρια, βία και φρικτές πιέσεις για να προδώσεις τον αδερφό σου. Όμως, όσοι πίστευαν σ' ένα καλύτερο κόσμο, δεν ενέδιδαν. Άντεχαν, έσφιγγαν τα δόντια και την καρδιά, και υπέμεναν.
    Όταν η Ελλάδα επανήλθε σε “κανονικούς” ρυθμούς, ο Λεωνίδας και η γυναίκα του, η Κατίνα, άνοιξαν ένα μικρό τυροκομείο. Δηλαδή, η γυναίκα του το άνοιξε στο όνομά της, μιας και εκείνος ήταν μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και δεν επιτρεπόταν ούτε καν να μπαίνει μέσα. Εκείνος, βέβαια, έμπαινε από την πίσω πόρτα, κι όταν ξέφευγε από το βλέμμα του χωροφύλακα που ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και παραφυλούσε το τι γινόταν μέσα στο τυροκομείο, κατάφερνε να δίνει κανένα κιλό τυρί σε καμιά γειτόνισσα αν έλειπε η κυρά-Κατίνα. Και ύστερα, η χούντα των συνταγματαρχών τον έστειλε στη Γυάρο. Η ιστορία επαναλαμβανόταν. Ξύλο, βασανιστήρια και απομόνωση. Τελικά, ο καπετάν-Μαΐστρος απεβίωσε το 1975 απ' την κλονισμένη υγεία του μετά απ' όσα υπέστη στη ζωή του, αφήνοντας πίσω του μια γυναίκα που έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της μ' ένα μικρό παιδί.
    “Μπαμπά, είμαι έτοιμος, θα με πάς;;”, ακούστηκε η φωνή του Λεωνίδα του νεότερου να απευθύνεται προς τον Παύλο.
    Ο Παύλος κοίταξε το ρολόι. Ήταν οκτώ παρά τέταρτο.
    “Ναι αγόρι μου, θα σε πάω γιατί πιάνω κι εγώ δουλειά όπου να 'ναι”.
    Ο Παύλος σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα κι έφυγαν. Σε λίγα λεπτά έφτασαν στο σχολείο, χαιρετήθηκαν και αποχωρίστηκαν. Ο Παύλος συνέχισε το δρόμο του με το αυτοκίνητο προς το εργοστάσιο.
    Φτάνοντας, το αφεντικό του, ο κύριος Πρόδρομος, τον είδε που ερχόταν και τον σταμάτησε.
    “Επ, πού πας εσύ κύριέ μου;; Το ξέχασες ότι έχεις ρεπό σήμερα;;”, του είπε και γέλασε.
    Ο Παύλος γούρλωσε τα μάτια και γέλασε.
    “Πω πω, το είχα ξεχάσει εντελώς! Ένα μυαλό χειμώνα-καλοκαίρι, πάει, το χάσαμε!”.
    Ο Πρόδρομος γέλασε και συνέχισε τη μικρή κουβέντα τους.
    “Μιας κι έκανες τον κόπο να 'ρθεις, θες να πιούμε ένα καφέ στο γραφείο μου;; Δεν έχω σχεδόν καθόλου δουλειά σήμερα”, του είπε.
    “Γιατί όχι;;”, απάντησε, κι έτσι οι δύο άντρες έκαναν προς το γραφείο του Πρόδρομου.
Το γραφείο δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο από άποψη διακόσμησης. Ήταν κυριολεκτικά ένα τραπέζι στοιβαγμένο από χαρτιά και φακέλους, που είχε πάνω επίσης έναν υπολογιστή και μια κορνίζα προς την πλευρά του Πρόδρομου.
    “Παύλο, είσαι απ' τους πιο καλούς εργάτες εδώ μέσα. Τόσα χρόνια δεν έχω κανένα παράπονο. Δεν τα 'χουμε πει ποτέ μαζί, όμως. Αλήθεια, ο γιος σου πώς πάει με το σχολείο;;”, του είπε με πραγματικό ενδιαφέρον.
    “Καλά, τελειώνει του χρόνου, θα μας φύγει κι αυτός. Είναι σίγουρο. Έχει ξουράφι μυαλό ο άτιμος και δεν ξέρουμε από που το πήρε. Εγώ και η γυναίκα μου δεν είμαστε έτσι!”, είπε και χαμογέλασε από περηφάνια.
    Ο Πρόδρομος γέλασε και ακούμπησε το χέρι του στο θώρακά του.
    “Σώπα ρε Παύλο, θυμάμαι και τη συγχωρεμένη τη μάνα σου, την κυρά-Κατίνα. Ξύπνια γυναίκα για την εποχή της.”.
    “Ε, κύριε Πρόδρομε, τι να έκανε κι εκείνη;; Κακοπερασμένη με τόσα που πέρασε ο πατέρας μου, έπρεπε να κρατήσει τα ηνία”, του είπε ο Παύλος χαμογελώντας και πίνοντας απ' τον καφέ του.
    Καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησης, ο Παύλος θυμόταν και τον πατέρα του. Ήταν κι αυτός ένας έξυπνος άνθρωπος που, θυμάται, κάθε Κυριακή τον έπαιρνε και πηγαίνανε βόλτα στο παρκάκι κοντά στο νοσοκομείο. Ο καπετάν-Μαΐστρος έβαζε τον Παύλο σε μία μικρή κούνια και τον κουνούσε ψηλά. Το βλέμμα του, όμως, ήταν πάντα καρφωμένο στο νοσοκομείο. Παρατηρούσε τους ανθρώπους που έμπαιναν κι έβγαιναν, άλλοτε με τρομερούς πόνους, άλλοτε με ανακούφιση, άλλοτε με απόγνωση.
    “Το βλέπεις αυτό το νοσοκομείο, Παύλο;; Εκεί θα 'πρεπε να ήμουν τώρα”, του έλεγε ο πατέρας του.
    “Γιατί, δεν περνάς καλά εδώ που είσαι με μένα;; Ή σε πονάει τίποτα”, τον ρωτούσε ο Παύλος με την παιδική του αφέλεια.
Ο καπετάν-Μαΐστρος γελούσε και τον κουνούσε πιο ψηλά.
    “Όχι βρε, θα 'πρεπε να 'μαι εκεί για να σε καμαρώνω που πετάς τόσο ψηλά!”, του έλεγε.
Πάντως, ο καπετάν-Μαΐστρος, εκτός από ένας πατέρας που αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στην ανατροφή του παιδιού του, ήταν και ειδήμονας στο να δένει πληγές ή να καθαρίζει τραύματα και να σταματάει διάφορους πόνους στο σώμα. Πολλοί έρχονταν για να τον ρωτήσουν τι να κάνουν σχετικά με κάποιον πόνο που μπορεί να είχαν ή με κάποιο τραύμα. Πόσες φορές είχε χτυπήσει και ο μικρός Παυλάκης, και τον είχε κάνει περδίκι μέσα σε λίγα λεπτά! Κι όταν τον ρωτούσαν πώς τα κατάφερνε, τους απαντούσε ότι η ζωή στη φυλακή και στην εξορία σε “ψήνει” και σε κάνει πανεπιστήμονα.
     Μετά από κάποια ώρα συζήτησης, ο Παύλος αποχαιρέτισε τον κύριο Πρόδρομο και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του. Εκεί, ήταν η γυναίκα του και συμπλήρωνε κάποια έγγραφα.
    “Παύλο, με πήρε τηλέφωνο ο ξάδερφός σου ο Αντρέας και μου είπε ότι αύριο πρωί θα κατέβουν στο Άργος με την οικογένειά του. Του είπα να περάσουν να φάμε κιόλας το μεσημέρι, μιας και δε θα δουλεύεις, ευκαιρία είναι”, του είπε και συνέχισε να συμπληρώνει τα έγγραφά της.
    “Καλά έκανες, καιρό έχουμε να τα πούμε και μ' αυτούς”, είπε, και έβαλε ένα ποτήρι νερό να πιει.
    Πράγματι, την επόμενη μέρα ο Αντρέας με την οικογένειά του επισκέφθηκαν το σπίτι του Παύλου και της Ηρώς. Αφού χαιρετήθηκαν, είπαν τα νέα τους και συζήτησαν όλα τα νέα της επικαιρότητας -πράγμα που το έκαναν σε κάθε συνάντησή τους-, κάθισαν στο τραπέζι, που με τόση επιμέλεια είχε ετοιμάσει η Ηρώ.
    Οι μικρές τους οικογενειακές στιγμές, ήταν ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για να μη νικιούνται από τη μονοτονία της καθημερινής ζωής, και για φθηνή και δοκιμασμένη ψυχοθεραπεία. Άλλωστε, όλοι τους είχαν αυτήν την ανάγκη. Ο ένας ήταν η προέκταση του άλλου κι ας μη βλέπονταν κάθε μέρα. Βλέπετε, οι δεσμοί αίματος είναι πολύ ισχυροί για να τους παραβλέψεις, με την καλή και την κακή έννοια που αυτό εμπεριέχει. 
    Καθώς γευμάτιζαν, ο ήχος από το κουδούνι της πόρτας διέκοψε τη ροή της συζήτησής τους. Ο Παύλος σηκώθηκε για να ανοίξει και να δει ποιος είναι.
    “Καλημέρα σας. Άραγε είστε ο Παύλος Λέκκας του Λεωνίδα;;”, ρώτησε ο ταχυδρόμος που κρατούσε έναν κίτρινο ταχυδρομικό φάκελο, που πάνω του είχε πολύχρωμα γραμματόσημα.
    “Ο ίδιος”, του απάντησε ο Παύλος.
    “Όπως λένε τα έγγραφά μου, ο πατέρας σας, Λεωνίδας Λέκκας του Παύλου έχει απεβιώσει. Άρα αυτός ο φάκελος, που είναι στο όνομά του, θα πρέπει να παραληφθεί από εσάς”, του είπε ο ταχυδρόμος.
    Ο Παύλος ένιωσε κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα να τον διαπερνά και αμέσως απευθύνθηκε ξανά στον ταχυδρόμο.
    “Φάκελος για τον πατέρα μου;; Θα αστειεύεστε. Ξέρετε πόσα χρόνια έχει πεθάνει;; Σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια! Τι αστεία είναι αυτά που μου λέτε;;”, του απάντησε καθώς το πρόσωπό του χλώμιαζε ολοένα και περισσότερο.
    “Τι να σας πω, εγώ εντολές εκτελώ. Αυτός ο φάκελος είναι για εσάς. Αντίο σας και συγγνώμη για την ενόχληση”, του είπε ο ταχυδρόμος, και πήρε το δρόμο της αναχώρησης.
Αμέσως, ο Παύλος πήρε στα χέρια του αυτό το φάκελο και μπήκε μέσα. Όλοι όσοι βρίσκονταν στο τραπέζι τον ρωτούσαν τι έγινε και γιατί ήταν τόσο ταραγμένος. Όταν τους εξήγησε, όλοι τον παρότρυναν να ανοίξει το φάκελο για να λυθεί η απορία όλων.
Πραγματικά, ξεκίνησε να ανοίγει το φάκελο και να ανασηκώνει το χαρτί που είχε μέσα. Ξεκίνησε να διαβάζει αργά και καθαρά.
“Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών. Ιδρυθέν τω 1837. ΛΕΩΝΙΔΑΣ Π. ΛΕΚΚΑΣ εξ Άργους ορμώμενος ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗΝ ΕΝ ΤΩ ΑΘΗΝΑΣΙ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩ ΣΠΟΥΔΑΣΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤ' ΑΚΡΙΒΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΝ ΑΞΙΩΘΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΛΙΑΝ ΚΑΛΩΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΥΣ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΚΡΙΘΗ ΕΤΕΙ 1950 ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΟΔΕ ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1950”.
    Όλοι ξαφνικά πάγωσαν. Ο Παύλος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που διάβαζε. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και το καθεστώς του είχε στερήσει το πτυχίο του! Γι' αυτό που κάθε φορά που τον έκανε κούνια κοίταζε με νοσταλγία το νοσοκομείο απέναντι, γι' αυτό ήξερε πολύ καλά πώς να θεραπεύει τραύματα και πόνους, γι' αυτό τον θυμάται πάντα να του δίνει άριστες συμβουλές για την υγεία του.
    Η σκέψη του βομβαρδιζόταν αλύπητα από χιλιάδες ερωτηματικά, χιλιάδες γιατί, χιλιάδες σταγόνες οργής για όλα εκείνα που παράνομα και απάνθρωπα στερήθηκε ο πατέρας του, επειδή το μόνο του αμάρτημα ήταν το ότι αγαπούσε την πατρίδα του. Ένας λυγμός ήρθε και κάθισε στο λαιμό του, και δεν έλεγε να φύγει. Είχε στερηθεί τον πατέρα του στα πιο ευαίσθητά του χρόνια εξαιτίας της αναλγησίας με την οποία του φέρθηκαν, και του προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία. Ποια δικαιολογία θα μπορούσε να συγχωρήσει όλα αυτά τα εγκλήματα;;
    “Πώς είναι δυνατόν να μην το είχε πει ποτέ σε κανέναν;; Γιατί;; Η μάνα μου άραγε θα το ήξερε;;”, αναρωτιόταν δακρυσμένος ο Παύλος.
    “Δεν ξέρω ρε ξάδερφε. Σαν λίγο πιο μεγάλος από σένα, θυμάμαι που δεν τον άφηναν να δουλέψει πουθενά, αλλά πού να ήξερα ότι ήταν και γιατρός! Η θεία θα το ήξερε, δεν μπορεί. Απλά μπορεί να μη στο 'χε πει για να μη στεναχωρηθείς. Έτσι σκεφτόταν”, του είπε ο Αντρέας και όλοι μαζί άρχισαν να συζητούν γι' αυτό το τόσο συγκλονιστικό γεγονός που τους συνέβη. Και ήταν όντως ένα απ' τα πιο συγκλονιστικά πράγματα που έμελλε να ζήσουν.
    Το ίδιο κιόλας απόγευμα, ο Παύλος έσπευσε να κορνιζάρει το πτυχίο του πατέρα του, που καθυστερημένα έμελλε να φτάσει στα χέρια της οικογένειάς του, έπειτα από σαράντα δύο ολόκληρα έτη μετά το θάνατο του καπετάν-Μαΐστρου. Αστείο πράγμα η ζωή.

    Το τοποθέτησε δίπλα στη φωτογραφία του πατέρα του στο σαλόνι. Σ' αυτή τη φωτογραφία, ο καπετάν-Μαΐστρος ήταν ντυμένος στα στρατιωτικά του. Φωτογραφία απ' το αντάρτικο. Απ' όταν τοποθετήθηκε δίπλα του το πτυχίο του, το χαμόγελό του έγινε λίγο πιο μεγάλο, και σαν να άλλαξε χρώμα το ασπρόμαυρο δέρμα του. Σαν να έγινε πιο έντονο. Σαν να εκπληρώθηκε μια μεγάλη αποστολή που 'χε ξεχαστεί για χρόνια στο βρώμικο χρονοντούλαπο της ζωής. 
Σαν να του δικαίωσε η ζωή ακόμα έναν αγώνα, έστω κι αν ο αγωνιστής είχε πια πεθάνει.


Εικόνα: http://istorika-ntokoumenta.blogspot.gr/2013/06/blog-post_9551.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Επιστολή στο τρελό διαμάντι 4

Διακοπές νερού η ΔΕΥΑΝ; Διακοπές καλοκαιρινές εμείς αδέρφια! - Μαρία Δήμα

Γονείς, διαλέξτε την ευτυχία και όχι την ομοφυλοφιλία ή τον αλκοολισμό.